- Κίκυννα
- Κίκυνναan inhabitant thereoffem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κίκυννα — Αρχαίος δήμος της Αττικής, του οποίου η ακριβής θέση αγνοείται. Τοποθετείται ανάμεσα στους δήμους Σφηττόν και Αιξονέων και ανήκε, κατά την επικρατέστερη γνώμη, στην Ακαμαντίδα φυλή. Στην περιοχή λατρευόταν ο Απόλλωνας, προς τιμήν του οποίου… … Dictionary of Greek
Κικύννης — Κίκυννα an inhabitant thereof fem gen sg (attic epic ionic) Κικύννα masc nom pl Κικύννα masc nom/voc pl Κικύννα fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κικύννη — Κικύννα masc nom/voc/acc dual Κικύννα masc acc sg Κικύννα fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κικυννόθεν — Κικύννα indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κικυννοί — Κικυννοῑ (Α) επίρρ. στην Κίκυννα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κίκυννα + κατάλ. οι, η οποία απαντά σε επίρρ. που δηλώνουν εν τόπω στάση (πρβλ. οίκ οι)] … Dictionary of Greek
Κικυννόθεν — (Α) επίρρ. από την Κίκυννα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κίκυννα + θεν*] … Dictionary of Greek
DEMARCHI — Graece Δήμαρχοι, dicebantur in eadem Rep. praefecti τῶ Δήμων, quos illi, quando necesse erat, convocabant, eâdem potestate, quam prius Ναυκράροι vel Ναυκλάροι habuerant, (ut scribir Harpocration in Lexico, et Scholiastes Aristophan. ad haec verba … Hofmann J. Lexicon universale
Κικυννεύς — Κικυννεύς, ὁ (Α) [Κίκυννα] ο κάτοικος τής Κικύννης … Dictionary of Greek